ψαθαρός

ψαθαρός
-όν, Α
βλ. ψαθυρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψαθυρός — ή, ό / ψαθυρός, όν, ΝΑ, και ψαθαρός και αττ. τ. ψαδυρός, όν, Α αυτός που εύκολα θρυμματίζεται, εύθρυπτος, εύθραυστος νεοελλ. φολιδωτός αρχ. 1. (για υγρά) αυτός που έχει μικρή πυκνότητα 2. (για αέρα) αραιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”